Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
acoustics /əˈkuː.stɪks/ = NOUN: ακουστική; USER: ακουστική, ακουστικής, ακουστική του, την ακουστική

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
activation /ˈæk.tɪ.veɪt/ = NOUN: δραστηριοποίηση; USER: δραστηριοποίηση, ενεργοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως

GT GD C H L M O
addition /əˈdɪʃ.ən/ = NOUN: πρόσθεση; USER: πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, Εκτός από, Εκτός από

GT GD C H L M O
adventurer /adˈvenCHərər,əd-/ = NOUN: τυχοδιώκτης; USER: τυχοδιώκτης, τυχοδιώκτη, adventurer, περιπέτειας, της περιπέτειας

GT GD C H L M O
affordable /əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός; USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
aim /eɪm/ = NOUN: σκοπός; VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: σκοπός, στόχο, αποσκοπούν, στοχεύουν, ως στόχο

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
aluminum /əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο; USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
apparent /əˈpær.ənt/ = ADJECTIVE: φαινόμενος, φαινομενικός, φανερός; USER: φαινομενικός, φαινόμενος, εμφανής, προφανές, εμφανή, εμφανή

GT GD C H L M O
appear /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: φαίνεται, εμφανίζονται, εμφανίζεται, εμφανιστούν, εμφανιστεί

GT GD C H L M O
arches /ɑːtʃ/ = NOUN: αψίδα, θόλος, κάμαρα; USER: καμάρες, αψίδες, τόξα, τόξων, θόλους

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assertive /əˈsɜː.tɪv/ = ADJECTIVE: κατηγορηματικός, θετικός; USER: κατηγορηματικός, θετικός, δυναμική, διεκδικητική, κατηγορηματική

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attention /əˈten.ʃən/ = NOUN: σημασία, περίθαλψη; USER: προσοχή, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
awaited /əˈwāt/ = VERB: αναμένω, περιμένω; USER: αναμενόμενη, πολυαναμενόμενο, αναμένονται, πολυαναμενόμενη, αναμένεται

GT GD C H L M O
bars /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, μπάρες, bars, ράβδοι, ράβδους

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
belt /belt/ = NOUN: ζώνη, ιμάντας, ταινία, λουρί; VERB: ζώνω, περιζώνω, δέρνω με λουρίδα; USER: ζώνη, ιμάντας, ταινία, ιμάντα, ζώνης

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bigger /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
blind /blaɪnd/ = ADJECTIVE: τυφλός, στραβός, αδιέξοδος; VERB: τυφλώνω, στραβώνω; NOUN: γρίλλια, πρόσχημα; USER: τυφλός, τυφλή, τυφλά, τυφλών, τυφλούς

GT GD C H L M O
block /blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία; VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκ, μπλοκάρουν, εμποδίσει, μπλοκάρει, εμποδίσουν

GT GD C H L M O
blockbuster /ˈblɒkˌbʌs.tər/ = USER: blockbuster, υπερπαραγωγή, υπερπαραγωγών, υπερπαραγωγή του, blockbuster του

GT GD C H L M O
boasts /bəʊst/ = NOUN: καύχημα; USER: μπορεί να υπερηφανεύεται, υπερηφανεύεται, μπορεί να υπερηφανεύεται για, υπερηφανεύεται για, διαθέτει

GT GD C H L M O
bolder /bəʊld/ = USER: πιο τολμηρή, τόλμη, τολμηρή, πιο τολμηροί, πιο τολμηρές

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
cabin /ˈkæb.ɪn/ = NOUN: καμπίνα, καλύβα, καλύβι, θάλαμος πλοίου; USER: καμπίνα, θαλάμου επιβατών, θαλάμου, καμπίνας, θάλαμο

GT GD C H L M O
calling /ˈkɔː.lɪŋ/ = NOUN: κλήση, επάγγελμα; USER: κλήση, καλώντας, καλεί, ζητώντας, ζητούν

GT GD C H L M O
camera /ˈkæm.rə/ = NOUN: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή; USER: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
careful /ˈkeə.fəl/ = ADJECTIVE: προσεκτικός, επιμελής; USER: προσεκτικός, προσεκτική, προσεκτικοί, επερχόμενο, είστε προσεκτικοί

GT GD C H L M O
carry /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει

GT GD C H L M O
cars /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα

GT GD C H L M O
catalogue /ˈkæt.əl.ɒɡ/ = NOUN: κατάλογος, κατάλογος; VERB: καταχωρώ σε κατάλογο, συντάσσω κατάλογο, καταγράφω; USER: κατάλογος, κατάλογό, καταλόγου, κατάλογο, ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ

GT GD C H L M O
chairman /-mən/ = NOUN: πρόεδρος, πρόεδρος συνεδριάσεως ή επιτροπής; USER: πρόεδρος, πρόεδρο, προέδρου, πρόεδρό, πρόεδρός

GT GD C H L M O
challenge /ˈtʃæl.ɪndʒ/ = NOUN: πρόκληση, κλήση σκοπού; VERB: προκαλώ; USER: πρόκληση, προκαλώ, διώξει, αμφισβητήσει, αμφισβητήσουν

GT GD C H L M O
choice /tʃɔɪs/ = NOUN: επιλογή, ποικιλία, εκλογή, προτίμηση; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλογή, επιλογής, επιλογές, την επιλογή, η επιλογή, η επιλογή

GT GD C H L M O
climate /ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα; USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
comfortable /ˈkəmfərtəbəl,ˈkəmftərbəl/ = ADJECTIVE: άνετος, αναπαυτικός; USER: άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες, άνετες

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
compared /kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω; USER: σύγκριση, σε σύγκριση με, σε σύγκριση, σε σχέση, έναντι

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
confident /ˈkɒn.fɪ.dənt/ = ADJECTIVE: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, πεποιθώς; USER: βέβαιος, πεπεισμένος, σίγουρος, σίγουροι, αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση

GT GD C H L M O
continue /kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
controls /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; USER: ελέγχους, ελέγχων, έλεγχοι, ελέγχου, τους ελέγχους

GT GD C H L M O
corners /ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή; VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω; USER: γωνίες, γωνιών, γωνιές, κόρνερ, στροφές, στροφές

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
credentials /krɪˈden.ʃəl/ = NOUN: διαπιστευτήρια, πιστοποιητικά, χαρτιά; USER: διαπιστευτήρια, πιστοποιητικά, πιστοποιήσεις, εντολής, διαπιστευτήριά

GT GD C H L M O
curtain /ˈkɜː.tən/ = NOUN: κουρτίνα, παραπέτασμα, αυλαία; VERB: σκεπάζω; USER: κουρτίνα, αυλαία, παραπέτασμα, κουρτίνας, κουρτινών

GT GD C H L M O
customers /ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες; USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
den /den/ = NOUN: φωλιά, λημέρι, καταγώγιο, τρώγλη, κρυσφύγετο, φωλιά θηρίου, ιδιαίτερο δωμάτιο, καμαρούλα; USER: φωλιά, den, κρησφύγετο, ντεν

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
diesel /ˈdiː.zəl/ = NOUN: ντίζελ; USER: ντίζελ, diesel, ντήζελ, πετρέλαιο, πετρελαίου

GT GD C H L M O
director /daɪˈrek.tər/ = NOUN: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος; USER: διευθυντής, σκηνοθέτης, σύμβουλος, διευθυντή, σκηνοθέτη

GT GD C H L M O
duster /ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι; USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι

GT GD C H L M O
eagerly /ˈiː.ɡər/ = ADVERB: διακαώς; USER: διακαώς, ανυπόμονα, ανυπομονησία, με ανυπομονησία, πρόθυμα

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
engines /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρες, μηχανές, κινητήρων, μηχανών, τις μηχανές

GT GD C H L M O
enhancing /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, ενισχύοντας, την ενίσχυση, την ενίσχυση της

GT GD C H L M O
enormous /ɪˈnɔː.məs/ = ADJECTIVE: τεράστιος, κολοσσιαίος, υπερμεγέθης, τερατώδης, θεόρατος; USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, τεράστιας, τεράστιας

GT GD C H L M O
enthusiastic /enˌTHo͞ozēˈastik/ = ADJECTIVE: ενθουσιώδης; USER: ενθουσιώδης, ενθουσιώδεις, ενθουσιώδη, ενθουσιασμό, ενθουσιασμένοι

GT GD C H L M O
entirely /ɪnˈtaɪə.li/ = ADVERB: εντελώς, ολότελα, εξ ολόκληρου; USER: εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, αποκλειστικά

GT GD C H L M O
entry /ˈen.tri/ = NOUN: εγγραφή, είσοδος, καταχώριση; USER: είσοδος, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
ergonomic /ˌɜː.ɡəˈnɒm.ɪks/ = USER: εργονομικό, εργονομική, εργονομικές, εργονομικά, εργονομικός

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
everyday /ˈev.ri.deɪ/ = ADJECTIVE: καθημερινός; USER: καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, καθημερινής, καθημερινές

GT GD C H L M O
exterior /ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές

GT GD C H L M O
extreme /ɪkˈstriːm/ = ADJECTIVE: ακραίος, άκρο, άκρος, έσχατος; USER: άκρο, ακραίος, ακραίες, ακραία, ακραίων

GT GD C H L M O
fans /fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών; USER: ανεμιστήρες, οπαδούς, τους οπαδούς, fans, οπαδοί

GT GD C H L M O
features /ˈfiː.tʃər/ = NOUN: χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικό εξέχον θέμα; VERB: προεξέχω, χαρακτηρίζω; USER: χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικών, δυνατότητες, λειτουργίες

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
finish /ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία; VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ; USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
fit /fɪt/ = ADJECTIVE: κατάλληλος, ικανός, υγιής, φορμαρισμένος, παροξυσμός; VERB: ταιριάζω, προσαρμόζω; NOUN: σπασμός, παροξυσμός; USER: κατάλληλος, ικανός, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει

GT GD C H L M O
footprint /ˈfʊt.prɪnt/ = NOUN: ίχνος, πατημασιά, αχνάρι; USER: ίχνος, αποτύπωμα, αποτυπώματος, το αποτύπωμα, ίχνους

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forceful /ˈfɔːs.fəl/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός; USER: ισχυρός, ισχυρή, δυναμική, ισχυρές, βίαιη

GT GD C H L M O
fresh /freʃ/ = ADJECTIVE: φρέσκο, φρέσκος, νωπός, νέος, δροσερός, αναιδής; USER: φρέσκο, φρέσκος, φρέσκα, νωπά, νωπών

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
fully /ˈfʊl.i/ = ADVERB: πλήρως, ολότελα; USER: πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, είναι πλήρως

GT GD C H L M O
further /ˈfɜː.ðər/ = ADVERB: περαιτέρω, ακόμη, μακρύτερα, μάλλον; ADJECTIVE: απώτερος; VERB: προάγω; USER: περαιτέρω, ακόμη, την περαιτέρω, επιπλέον, περισσότερες

GT GD C H L M O
gearbox /ˈɡɪə.bɒks/ = NOUN: κιβώτιο ταχύτητων; USER: κιβώτιο ταχυτήτων, κιβώτιο, κιβωτίου ταχυτήτων, κιβωτίου, μηχανικό κιβώτιο,

GT GD C H L M O
glance /ɡlɑːns/ = NOUN: ματιά, βλέμμα; VERB: ρίχνω ματιές, αστράπτω, ρίπτω βλέμμα, κτυπώ λοξώς, ρίχνω ένα βλέμμα, υπαινίσσομαι, αστράπτω με αναλαμπές; USER: ματιά, ρίξουμε μια ματιά, ρίξετε μια ματιά, κοιτάξει, βλέμμα

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
handier /ˈhæn.di/ = ADJECTIVE: εύχρηστος, βολικός, πρόχειρος, επιτήδειος, εξυπηρετικός, ευχερής; USER: πιο εύχρηστο, πιο εύχρηστος,

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
helped /help/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να

GT GD C H L M O
higher /ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
hit /hɪt/ = NOUN: επιτυχία, κτύπημα, σουξέ; VERB: χτυπώ, κτυπώ, επιτυγχάνω; USER: επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, έπληξε, χτυπήσουν

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
impression /ɪmˈpreʃ.ən/ = NOUN: εντύπωση, εκτύπωση, τύπωμα; USER: εντύπωση, εντύπωση που, αίσθηση, εικόνα, εντυπώσεις

GT GD C H L M O
improved /ɪmˈpruːv/ = VERB: βελτιώ, βελτιώνω, καλλιτερεύω, βελτιούμαι, καλυτερεύω; USER: βελτιωθεί, βελτιώθηκε, βελτιωθούν, βελτίωση, βελτιωμένη

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
includes /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνει, συμπεριλαμβάνει, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει την, περιλαμβάνουν

GT GD C H L M O
incorporate /-ˈkôrp(ə)rit/ = VERB: ενσωματώνω, συσσωματώ, συνενώ, συνενούμαι; USER: ενσωματώσει, ενσωματώνουν, ενσωματώσουν, ενσωματώνει, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
inspiring /ɪnˈspaɪə.rɪŋ/ = VERB: εμπνέω; USER: εμπνέει, εμπνέοντας, εμπνευσμένη, έμπνευση, εμπνευσμένο

GT GD C H L M O
insulation /ˌɪn.sjʊˈleɪ.ʃən/ = NOUN: μόνωση, απομόνωση; USER: μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονωτικά, μονώσεως

GT GD C H L M O
interior /ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό; ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος; USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού

GT GD C H L M O
interview /ˈɪn.tə.vjuː/ = NOUN: συνέντευξη; VERB: λαμβάνω συνέντευξη; USER: συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που

GT GD C H L M O
involved /ɪnˈvɒlvd/ = ADJECTIVE: εμπλεγμένος, περίπλοκος; USER: συμμετέχουν, που συμμετέχουν, εμπλέκονται, που εμπλέκονται, συμμετέχει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jean /jēn/ = NOUN: τζήν, ντρίλι, χονδρό βαμβακερό ύφασμα; USER: τζήν, ντρίλι, Jean, Ζαν, τον Jean

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keyless = USER: keyless, χωρίς κλειδί, σύστημα χωρίς κλειδί

GT GD C H L M O
kugler

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
lighting /ˈlaɪ.tɪŋ/ = NOUN: φωτισμός, άναμμα; USER: φωτισμός, φωτισμού, φωτισμό, φωτιστικά, διατάξεων φωτισμού

GT GD C H L M O
lights /ˌlaɪtsˈaʊt/ = NOUN: φώτα, πνεύμονες ζώων, ανοιχτά; USER: φώτα, τα φώτα, φώτων, ανάβει, λυχνίες

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
lines /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looks /lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό; USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
lpg /ˌel.piːˈdʒiː/ = USER: υγραέριο, LPG, υγραερίου, το υγραέριο, υγροποιημένου αερίου πετρελαίου,

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
manual /ˈmæn.ju.əl/ = NOUN: εγχειρίδιο; ADJECTIVE: χειρωνακτικός, των χειρών, χειροποίητος; USER: εγχειρίδιο, χρήσης, οδηγίες, χειροκίνητα, εγχειριδίου

GT GD C H L M O
mated /meɪt/ = VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι; USER: ζευγαρώσει, ζευγάρωσαν, ζευγαρώνουν, συνδυάζεται, που ζευγάρωσαν

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modern /ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος; USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
muscular /ˈmʌs.kjʊ.lər/ = ADJECTIVE: μυώδης, μυϊκός, δυνατός; USER: μυώδης, μυϊκός, μυϊκή, μυϊκής, μυϊκό

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
noise /nɔɪz/ = NOUN: θόρυβος, βοή, κρότος, τύρβη, σαματάς; VERB: διαδίδω; USER: θόρυβος, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ο θόρυβος

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
optionally = ADVERB: προαιρετικά; USER: προαιρετικά, προαιρετικώς, ενδεχομένως, προαιρετικά να, επιλογήν

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
original /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/ = NOUN: πρωτότυπο; ADJECTIVE: αρχικός, πρωτότυπος, αρχέτυπος, ιδιόμορφος; USER: πρωτότυπο, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
paid /peɪd/ = ADJECTIVE: έμμισθος, μισθωτός; USER: καταβληθεί, καταβλήθηκε, καταβλήθηκαν, καταβάλλονται, καταβάλλεται

GT GD C H L M O
petrol /ˈpet.rəl/ = ADJECTIVE: δυσοίωνος; USER: βενζίνη, βενζίνης, πετρέλαιο, βενζινοκίνητο, πετρελαίου

GT GD C H L M O
plates /pleɪt/ = NOUN: πλάκα, πιάτο, πινακίδα, πλαξ μέταλλου, αργυρά σκεύη; VERB: επενδύω, επιμεταλλώ; USER: πλάκες, πλακών, πιάτα, πινακίδες, τρυβλία

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
positioned /pəˈzɪʃ.ən/ = USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετείται, τοποθετηθεί

GT GD C H L M O
practical /ˈpræk.tɪ.kəl/ = ADJECTIVE: πρακτικός, χρήσιμος; USER: πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά, πρακτικά

GT GD C H L M O
predecessor /ˈpredəˌsesər,ˈprē-/ = NOUN: προκάτοχος, προηγηθείς; USER: προκάτοχος, προκάτοχό, προκατόχου, τον προκάτοχό, προκάτοχός

GT GD C H L M O
presence /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία

GT GD C H L M O
previously /ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού; USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
prominent /ˈprɒm.ɪ.nənt/ = ADJECTIVE: προεξέχων, διακεκριμένος, επιφανής; USER: επιφανής, διακεκριμένος, προεξέχων, εξέχοντα, εμφανή

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
raked /rāk/ = USER: γκανιότα, κεκλιμένο, raked, με γκανιότα, γκανιότας,

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
read /riːd/ = NOUN: ανάγνωση; VERB: διαβάζω, ερμηνεύω, αναγιγνώσκω; USER: ανάγνωση, διαβάζω, διαβάσετε, διαβάστε, διαβάσει, διαβάσει

GT GD C H L M O
rear /rɪər/ = NOUN: όπισθεν, νώτα; ADJECTIVE: οπίσθιος, τελευταίος; VERB: υψώνω, εγείρω, ανατρέφω, υψούμαι; USER: όπισθεν, οπίσθιος, πίσω, οπίσθιο, πίσω μέρος

GT GD C H L M O
redesigned /ˌriːdɪˈzaɪnd/ = USER: επανασχεδιαστεί, επανασχεδιασμένο, ανασχεδιασμένο, επανασχεδιάστηκε, επανασχεδιασμένη

GT GD C H L M O
reduces /rɪˈdjuːs/ = VERB: περιορίζω, ελαττώ, ελαττώνω, χαμηλώνω, μετατρέπω, περιστέλλω; USER: μειώνει, μειώνει την, μειώνει το, μειώνει τις, περιορίζει

GT GD C H L M O
region /ˈriː.dʒən/ = NOUN: περιοχή, χώρα, πολίτευμα; USER: περιοχή, περιοχής, περιφέρεια, περιφέρειας, περιοχή του

GT GD C H L M O
reinventing /ˌriː.ɪnˈvent/ = USER: επανεφεύρεση, ανακαλύπτουμε, επανεφευρίσκει, επαναπροσδιορίζει, επανεφεύρεση της

GT GD C H L M O
release /rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση; VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι; USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει

GT GD C H L M O
remaining /rɪˈmeɪ.nɪŋ/ = NOUN: παραμένων; USER: υπόλοιπα, υπόλοιπο, παραμένουν, υπόλοιπες, απομένει

GT GD C H L M O
represents /ˌrep.rɪˈzent/ = VERB: εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω, παρουσιάζω, παριστάνω, συμβολίζω; USER: αντιπροσωπεύει, αντιπροσωπεύει το, παριστάνει, εκπροσωπεί, αποτελεί

GT GD C H L M O
rest /rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα; VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω; USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη

GT GD C H L M O
revamped /ˌriːˈvæmp/ = VERB: ανακαινίζω; USER: ανανεωμένη, ανανεωμένο, ανανεωμένης, ανανεωθεί, ανακαινισμένη

GT GD C H L M O
reveal /rɪˈviːl/ = VERB: αποκαλύπτω, εμφανίζω; USER: αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψει, αποκαλύπτει, φανερώνουν

GT GD C H L M O
revised /rɪˈvaɪzd/ = VERB: αναθεωρώ, υβρίζω, ονειδίζω; USER: αναθεωρήθηκε, αναθεωρημένο, αναθεωρηθεί, αναθεωρείται, αναθεωρούνται

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
roader

GT GD C H L M O
robust /rəʊˈbʌst/ = ADJECTIVE: εύρωστος, ρωμαλέος, εύσωμος; USER: εύρωστος, ισχυρή, ισχυρό, εύρωστη, εύρωστο

GT GD C H L M O
roof /ruːf/ = NOUN: οροφή, στέγη, ταράτσα; VERB: στεγάζω; USER: στέγη, οροφή, ταράτσα, οροφής, στέγης

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
seats /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
selected /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέγονται, επιλέγεται, επιλεγμένο, επιλεγεί, επιλεγμένα

GT GD C H L M O
september /sepˈtem.bər/ = NOUN: Σεπτέμβριος, Σεπτέμβρης; USER: Σεπτέμβριος, Σεπ., Σεπτέμβρης, Σεπτέμβριο, Σεπ

GT GD C H L M O
seven /ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven; USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά

GT GD C H L M O
shall /ʃæl/ = USER: shall-, will, would, shall, shall, shall, shall; USER: θα, πρέπει, μέλη, προβαίνει, προβαίνει

GT GD C H L M O
sharper /ʃɑːp/ = NOUN: τροχιστής; USER: ευκρινέστερη, ευκρινέστερες, ευκρινείς, έντονη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
shockingly /ˈʃɒk.ɪŋ/ = USER: σοκαριστικά, συγκλονιστικά, σκανδαλωδώς, shockingly, συγκλονιστικό

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
signature /ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα; USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή

GT GD C H L M O
significantly /sigˈnifikəntlē/ = USER: σημαντικά, σημαντικά την, σημαντική, αισθητά, πολύ

GT GD C H L M O
signs /sīn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: πινακίδες, σημεία, σημάδια, σημείων, σήματα

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
skid /skɪd/ = NOUN: τροχοπέδη, ξύλο χρησιμεύων ως βάση; VERB: ολισθαίνω, ντελαπάρω, λοξεύω; USER: ντελαπάρω, τροχοπέδη, εκτροχιάζομαι, ολισθήσει, γλιστρούν

GT GD C H L M O
sold /səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι; USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί

GT GD C H L M O
spaces /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: χώρους, χώροι, χώρων, Απαγορεύεται, Απαγορεύεται το

GT GD C H L M O
spacious /ˈspeɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: ευρύχωρος, άνετος, εκτεταμένος; USER: ευρύχωρο, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ευρύχωρες, άνετα

GT GD C H L M O
specified /ˈspes.ɪ.faɪ/ = VERB: προσδιορίζω, ορίζω ειδικώς, ορίζω λεπτομερώς, ειδικεύω; USER: καθορίζεται, προσδιορίζονται, καθορίζονται, ορίζεται, ορίζονται

GT GD C H L M O
spot /spɒt/ = NOUN: σημείο, κηλίδα, τόπος, στίγμα, κηλίς, λεκές; VERB: κηλιδώνω, σημειώνω, στίζω; USER: σημείο, κηλίδα, τόπου, spot, επιτόπου

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
steeply /ˈstiːp.li/ = USER: απότομα, κατακόρυφα, απότομη, ραγδαία, κατακόρυφη

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
storage /ˈstɔː.rɪdʒ/ = NOUN: αποθήκευση, αποθήκη, ενοίκιο αποθηκεύσεως; USER: αποθήκευση, αποθήκη, αποθήκευσης, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση

GT GD C H L M O
story /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι

GT GD C H L M O
strengths /streŋθ/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, στερεότητα, ρώμη, στερεότης; USER: δυνάμεις, πλεονεκτήματα, δυνατά, ισχυρά, πλεονεκτημάτων

GT GD C H L M O
style /staɪl/ = NOUN: στυλ, ύφος, τρόπος, ρυθμός, γραφή, συρμός, λεκτικό; VERB: προσαγορεύω; USER: στυλ, ύφος, στιλ, το στυλ, το ύφος, το ύφος

GT GD C H L M O
styling /staɪl/ = VERB: προσαγορεύω; USER: styling, στυλ, φορμάρισμα, το styling, φορμάρισμα των

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
successful /səkˈses.fəl/ = ADJECTIVE: επιτυχής, πετυχημένος; USER: επιτυχής, επιτυχή, επιτυχημένη, επιτυχία, επιτυχείς

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
supporters /səˈpɔː.tər/ = NOUN: υποστηρικτής; USER: υποστηρικτές, οπαδών, υποστηρικτές του, οι υποστηρικτές, υποστηρικτών

GT GD C H L M O
suv /ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thoroughly /ˈθʌr.ə.li/ = ADVERB: πλήρως, τελείως; USER: πλήρως, τελείως, διεξοδικά, βάθος, επιμελώς

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
totally /ˈtəʊ.təl.i/ = ADVERB: καθ' ολοκληρίαν; USER: εντελώς, απόλυτα, συνολικά, τελείως, πλήρως

GT GD C H L M O
transmission /trænzˈmɪʃ.ən/ = NOUN: διαβίβαση, μετάδοση, μεταβίβαση, ασύρματος πομπή; USER: μετάδοση, διαβίβαση, μεταβίβαση, διαβίβασης, μετάδοσης

GT GD C H L M O
tuesday /ˈtjuːz.deɪ/ = NOUN: Τρίτη; USER: Τρίτη, την Τρίτη, της Τρίτης, Τρίτης

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
unveiled /ʌnˈveɪl/ = VERB: αποκαλύπτω; USER: αποκαλυπτήρια, παρουσίασε, αποκάλυψε, παρουσιάστηκε, παρουσιαστεί

GT GD C H L M O
updated /ʌpˈdeɪt/ = VERB: εκσυγχρονίζω; USER: ενημέρωση, επικαιροποιημένο, ενημερωμένο, ενημερώνεται, ενημερώθηκε

GT GD C H L M O
upgrade /ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω; NOUN: ανήφορος; USER: αναβάθμιση, την αναβάθμιση, αναβάθμιση των, αναβαθμίσετε, αναβαθμίσει

GT GD C H L M O
upgraded /ʌpˈɡreɪd/ = VERB: αναβαθμίζω; USER: αναβαθμισμένες, αναβαθμιστεί, αναβαθμίστηκε, αναβαθμιστούν, αναβαθμισμένο

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
van /væn/ = NOUN: βαν, φορτηγό, βαγόνι αποσκευών, πρωτοπορεία, σκεπασμένο κάρο μετακομίσεως; USER: βαν, φορτηγό, Van

GT GD C H L M O
version /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδοχή, έκδοση, έκδοσης, version, μορφή

GT GD C H L M O
versions /ˈvɜː.ʃən/ = NOUN: εκδοχή, μετάφραση, έκθεση; USER: εκδόσεις, εκδόσεων, εκδοχές, τις εκδόσεις, έκδοση

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
warning /ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία; USER: προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, προειδοποιητική, προειδοποιητικά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
widened /ˈwaɪ.dən/ = VERB: ευρύνω, πλατύνω; USER: διευρύνθηκε, διευρύνθηκαν, διευρυνθεί, διεύρυνε, διευρύνεται

GT GD C H L M O
wider /waɪd/ = USER: ευρύτερες, ευρύτερη, ευρύτερου, ευρύτερο, ευρύτερης

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
windscreen /ˈwɪnd.skriːn/ = NOUN: παρμπρίζ; USER: παρμπρίζ, αλεξήνεμο, αλεξήνεμου, αλεξηνέμου, ανεμοθώρακα

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

286 words